κεντητῶν

κεντητῶν
κεντητής
mosaic-worker
masc gen pl
κεντητός
embroidered
fem gen pl
κεντητός
embroidered
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Μπενάρες — Πόλη (1.100.754 κάτ. το 2001) της Ινδίας. Πανάρχαια πόλη, εμφανίστηκε στο φως της ιστορίας την πρώτη χιλιετία π.Χ. Αφού κατελήφθη από τον Mουχάματ Γούρι (1194) και από τον Mπαμπούρ (1529), τον 18ο αι. περιήλθε στους κυρίους της Μ., οι οποίοι το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”